ξανάστροφη

ξανάστροφη
η
1) изнанка;

φορώ τίς κάλτσες μου από την ξανάστροφη — надевать чулки наизнанку;

2) удар тыльной стороной руки;

θα σού δώσω μιά ξανάστροφη — я тебе дам оплеуху


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξανάστροφη" в других словарях:

  • ξανάστροφος — η, ο (Μ [ἐ]ξανάστροφος, η, ον) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, ανάστροφος, αντίστροφος 2. αναποδογυρισμένος, ανεστραμμένος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ξανάστροφη α) η ανεστραμμένη όψη, η αντίθετη επιφάνεια, η ανάποδη β) χτύπημα που δίνεται με τη …   Dictionary of Greek

  • ξανάστροφος — η, ο 1. ανάστροφος, αναποδογυρισμένος, ανάποδος, αντίθετος, ενάντιος. 2. το θηλ. ως ουσ., ξανάστροφη η ανάποδη όψη πράγματος. 3. φρ., «Θα σου δώσω μια ξανάστροφη», χτύπημα με το πίσω μέρος της παλάμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»